πάλλευκος

πάλλευκος
η , ο [ος , ον ]
1) очень белый; белоснежный; 2) незапятнанный; чистый;

έχω πάλλευκο παρελθόν — иметь незапятнанную биографию, незапятнанное прошлое


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πάλλευκος" в других словарях:

  • πάλλευκος — all white masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλευκος — η, ο (Α πάλλευκος και πάνλευκος, ον) ολόλευκος, κατάλευκος, κάτασπρος νεοελλ. μτφ. άμεμπτος, άσπιλος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λευκός] …   Dictionary of Greek

  • πάλλευκον — πάλλευκος all white masc/fem acc sg πάλλευκος all white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλεύκοις — πάλλευκος all white masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλεύκων — πάλλευκος all white masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλεύκῳ — πάλλευκος all white masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλλευκα — πάλλευκος all white neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόλευκος — ἀκρόλευκος, ον (Α) πάλλευκος, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + λευκός] …   Dictionary of Greek

  • ασημόλευκα — η το δέντρο λεύκη η πάλλευκος …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • πάνλευκος — ον, Α βλ. πάλλευκος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»